- ψυχοπονιάρικος
- -η, -ο, Ν [ψυχοπονιάρης]ψυχοπονιάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοπονιάρικος — η, ο βλ. ψυχοπονιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)